-
1 ἀμφ-αφάω
ἀμφ-αφάω, ringsum betasten, ψηλαφᾶν; handhaben, μεταχειρίζεσϑαι; Hom. Od. 8, 196 καί κ' ἀλαός τοι διακρίνειε τὸ σῆμα ἀμφαφόων, 4, 277 κοῖλον λόχον ἀμφαφόωσα, 19, 586 πρὶν τούτους τόδε τόξον ἐύξοον ἀμφαφόωντας νευρήν τ' ἐντανύσαι διοϊστεῦσαί τε σιδήρου; med. homerisch im Sinne des activ. Od. 8, 215 εὖ μὲν τόξον οἶδα ἐύξοον ἀμφαφάασϑαι, 15, 462 τὸν μὲν (ὅρμον) – χερσίν τ' ἀμφαφόωντο καὶ ὀφϑαλμοῖσιν ὁρῶντο, 19, 475 πρὶν πάντα ἄνακτ' ἐμὸν ἀμφαφάασϑαι, Iliad. 22. 373 ἦ μάλα δη μαλακώτερος ἀμφαφάασϑαι Ἕκτωρ ἢ ὅτε νῆας ἐνέπρησεν. Inderselben Bdtg homerisch das simpl. Iliad. 6, 322 τον δ' εὗρ' ἐν ϑαλάμῳ περικαλλέα τεύχε' ἕποντα, ἀσπίδα καὶ ϑώρηκα καὶ ἀγκύλα τόξ' ἁφόωντα, Scholl. Nicanor. βραχὺ διασταλτέον ἐπὶ τὸ ϑώρηκα· πρεπωδέστερον γὰρ ἐπὶ τοῦ τόξου τὸ ἁφόωντα; vgl. Apoll. lex. Hom. 26, 5. – Ap. Rh. u. sp. D.
-
2 ἀμφαφάω
ἀμφ-αφάω, part. ἀμφαφόων, -όωσα, mid. inf. - άασθαι, ipf. - όωντο: feel about, handle, esp. to test or examine something; τρὶς δὲ περίστειξας κοῖλον λόχον ἀμφαφόωσα (Helen walks around the Trojan horse and ‘feels over’ it, while the Greeks are concealed within), Od. 4.277; of examining a necklace, χερσίν τ' ἀμφαφόωντο, Od. 15.462.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀμφαφάω
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий